- μαργιόλα
- η игривая женщина, кокетка;жеманница (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαργιόλης — και μαργιόλος, α, ικο 1. αυτός που συμπεριφέρεται με πονηριά, εύστροφος, πανούργος, κατεργάρης 2. το θηλ. ως ουσ. η μαργιόλα (ιδίως σχετικά με τον έρωτα) παιχνιδιάρα, ναζιάρα, πανούργα σε ερωτικά τεχνάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. επίθ. mariollo)] … Dictionary of Greek
μαργιόλης — και ος, α, ικο (λ. βενετ.) 1. κατεργάρης, πανούργος στον έρωτα. 2. ναζιάρης, παιχνιδιάρης: Τον παρέσυρε μια μαργιόλα γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)